Ετυμολογία

επεξεργασία
Norvégienne < θηλυκό του Norvégien

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Norvégienne (fr) θηλυκό

Norvégienne, une femme de Norvège.

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Norvégienne (fr)