Ετυμολογία

επεξεργασία
Lindqvist < προέλευσης από τη σουηδική Lindqvist

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Lindqvist (it) αρσενικό ή θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1].



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Lindqvist < lind (φλαμουριά) + qvist [παρωχημένη γραφή του kvist (κλαρί) ]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Lindqvist (sv) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Lindqvist < σουηδική Lindqvist

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Lindqvist (fi) αρσενικό ή θηλυκό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [2], [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Lindqvist < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Lindqvist αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [4]