Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

der Jugendliche (de) αρσενικό

  1. ο νέος


  Ουσιαστικό επεξεργασία

die Jugendliche (de) θηλυκό

  1. η νέα