Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

der Jugendliche (de) αρσενικό

  1. ο νέος


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

die Jugendliche (de) θηλυκό

  1. η νέα