Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

Greekish (en)

  1. ο ελληνότροπος, ο ελληνοπρεπής
  2. που έχει ελληνικά στοιχεία και φέρει ποσοστό ελληνικότητας
    κάπως ελληνικός (πχ. για μετανάστη μικτής καταγωγής ή που απλώς σχετίζεται με την Ελλάδα, ο όρος αποφεύγεται εκτός κι αν κάποιος αγαπάει πολύ κάποια άλλη πατρίδα)