GOTO
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
GOTO (en)
- (προγραμματισμός) κατηγορία εντολών σε γλώσσες προγραμματισμού που επιτρέπουν την αλλαγή της θέσης στη σειρά της εκτέλεσης των εντολών, μεταβάλλοντας τον μετρητή προγράμματος