Ετυμολογία

επεξεργασία
Fraktionszwang < Fraktion + Zwang

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Fraktionszwang (de) αρσενικό

  • υποχρέωση να ψηφίσει κάποιος σύμφωνα με τις οδηγίες της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκει