Ekuador
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαEkuador (eu)
- (χώρα) το Εκουαδόρ (ο Ισημερινός)
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ekuador < (άμεσο δάνειο) ισπανική Ecuador
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαEkuador (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χώρα) το Εκουαδόρ (ο Ισημερινός)