Δείτε επίσης: clique

Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Clique (de) θηλυκό

  1. η παρέα
  2. η μπάντα, η φανφάρα