Brom
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Brom (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βρώμιο
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Brom < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Brom αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]