Bonner
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Bonner (de) αρσενικό (θηλυκό Bonnerin)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Βόννη
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bonner < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bonner αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021 [1]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bonner < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bonner αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bonner < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bonner αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [3]