Altar
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Altar (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Altäre)
- η αγία τράπεζα
- (θρησκεία) ο βωμός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Altar (de) αρσενικό
- ο Βωμός (αστερισμός)
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Altar (ca)
- Βωμός (αστερισμός)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Altar < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Altar αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]