Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Altar (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Altäre)

  1. η αγία τράπεζα
  2. (θρησκεία) ο βωμός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altar (de) αρσενικό



  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altar (ca)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Altar < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altar αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]