Ετυμολογία

επεξεργασία
-opa < op- + -a

-opa (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σύνολο (από ίσα αντικείμενα, άτομα, κ.λπ.)

Παράγωγα

επεξεργασία

unuopa, kvaropa