ῥαθαπυγίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ῥαθαπυγίζω (& ῥοθοπυγίζω στο λεξικό Σούδα)
- δίνω μια στον πισινό κάποιου με το χέρι ή το πόδι
Συγγενικά επεξεργασία
- ῥοθοπυγισμός (αναφέρεται ως λέξη αλλά δεν φαίνεται να απαντά)