Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ᾀσματοκάμπτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ᾀσματοκάμπτης
<
ᾆσμα
+
κάμπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ᾀσματοκάμπτης
αρσενικό
αυτός που τραγουδώντας λυγίζει τη φωνή του, επιχειρεί κοινώς τσακίσματα