Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ᾀσματοκάμπτης < ᾆσμα + κάμπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ᾀσματοκάμπτης αρσενικό

  • αυτός που τραγουδώντας λυγίζει τη φωνή του, επιχειρεί κοινώς τσακίσματα