Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑλοβαρῶ < ὓλη + -βαρῶ (βάρος)

  Ρήμα επεξεργασία

ὑλοβαρῶ

  • επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη

Δείτε επίσης επεξεργασία