Ὀτρεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ὀτρεύς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὈτρεύς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Ὀτρύαι (τοπωνύμιο της Φρυγίας)
→ και δείτε τη λέξη ὀτρύνω
Πηγές
επεξεργασία- jpg σελ. 1417 - Ὀτρεύς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.