Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄψιος < ὀψέ

  Επίθετο

επεξεργασία

ὄψιος, -ία, -ιον, (παραθετικά: ὀψιαίτερος, ὀψιαίτατος)

  1. αυτός που συμβαίνει σε περασμένη ώρα
  2. ο καθυστερημένος χρονικά