Δείτε επίσης: όχεντρα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄχεντρα < ἔχεντρα[1] με τροπή [e] > [o] ίσως με την επίδραση των ὀχιά, ὄφις, συμφυρμός για την αρχαία ελληνική ἔχιδνα + -εντρα από το σκολόπεντρα[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: όχεντρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄχεντρα θηλυκό

  1. (φίδι) η οχιά
  2. (μεταφορικά) κάτι ύπουλο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «όχεντρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. όχεντρα Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 

  Πηγές επεξεργασία