Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμόκληρος < ὁμός + κλῆρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμόκληρος, ος, όν

  • που έχει ίση κληρονομική μοίρα με έναν άλλον, όσο μερίδιο στην κληρονομιά, συγκληρονόμος