Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμαδέω < ὅμαδος < ὁμάς ή ὁμός

ὁμαδέω

  • προκαλώ θόρυβο, αναστάτωση, βοή (από ανθρώπους που είναι συγκεντρωμένοι)

Συγγενικά

επεξεργασία