ὁμάλισις
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὁμάλισις < αρχαία ελληνική ὁμαλίζω (κατά το ὁμάλιξις· δείτε τη Συζήτηση:ὁμάλισις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὁμάλισις θηλυκό
- (σπάνιο) ισοπέδωση, ομαλοποίηση (εδάφους κ.λπ.), εξίσωση, εξομάλυνση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὁμάλισις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «Υπόθεσις του Ομήρου αλληγορηθείσα παρά Ιωάννου γραμματικού του Τζέτζου τη κραταιοτάτη βασιλίσση και ομηρικοτάτη Κυρά Ειρήνη τη εξ Αλαμάνων», στο: Τζέτζης - Ψελλός, Tzetzæ allegoriæ Iliadis - Accedunt Pselli allegoriæ quarum una inedita, επιμέλεια: J. Fr. Boissonade (Παρίσι 1851), σ. 77.
- τόμ. Γ΄, σ. 303 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών· λήμματα: ὁμαλίζω, ὁμάλιξις και ὁμαλισμός.