Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμάλισις < αρχαία ελληνική ὁμαλίζω (κατά το ὁμάλιξις· δείτε τη Συζήτηση:ὁμάλισις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὁμάλισις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία