Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀφρυάζω < λείπει η ετυμολογία

ὀφρυάζω (ελληνιστική κοινή)

  1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου, συνοφρυώνομαι
  2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια