Επίθετο

επεξεργασία

ὀσφραντικός, -ή, -όν

  1. που αναφέρεται στην όσφρηση
    ὀσφραντικόν αἰσθητήριον
  2. που έχει οξυμμένη την αίσθηση της όσφρησης