Ἰωακείμ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἰωακείμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή יְהוֹיָקִים
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἰωακείμ αρσενικό άκλιτο
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα, εξελληνισμός εβραϊκού ονόματος
Ἰωακείμ αρσενικό άκλιτο