Ἰσαάκ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἰσαάκ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή יִצְחָק
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸσαάκ αρσενικό άκλιτο
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα, εξελληνισμός εβραϊκού ονόματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ισαάκ στη Βικιπαίδεια