Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλέπε ἱερός και πόλεμος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ἱερός πόλεμος αρσενικό

  • ο πόλεμος εναντίον ιεροσύλων
  • πόλεμος για ἱερά καί ὅσια