Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεροθυσία < ἱερός + θυσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱεροθυσία θηλυκό

  • η θυσία προς τιμή θεού, ή θεών