Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰδιορρύθμως < ελληνιστική κοινή ἰδιόρρυθμ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἰδιορρύθμως

  Πηγές επεξεργασία