Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡγησίδικος < (ἡγέομαι) ... + -δικος (δίκη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡγησίδικος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία