Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἠγαθυνόμην
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου παρατατικού του ρήματος ἀγαθύνω
→ δείτε τη λέξη  ἀγαθύνω