Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἑρμόλυκος < Ἑρμῆς + λύκος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἑρμόλυκος αρσενικό