Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἐτοιμοκλῆς < έτοιμος + -κλῆς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἐτοιμοκλῆς αρσενικό