Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἔστη

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου β΄αορίστου του ρήματος ἵστημι
→ δείτε τη λέξη  ἵστημι