Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑορταστικῶς < αρχαία ελληνική (ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἑορταστικῶς

  Πηγές επεξεργασία