Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐρεσχελέω και ἐρεσχηλέω

  1. αστειεύομαι
  2. πειράζω, προκαλώ

  Πηγές επεξεργασία