Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐπιτιθέασιν

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιτίθημι