ἐπιστημονάρχης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιστημονάρχης < αρχαία ελληνική ἐπιστημονικός ἐπιστημον- + -άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιστημονάρχης αρσενικό (θηλυκό ἐπιστημονάρχισσα)
- έμπειρος σε κάποια επιστήμη
- (χριστιανισμός) επιστημονάρχης, μοναχός που έχει ως διακόνημα να είναι επόπτης των διαφόρων διακονημάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιστημονάρχης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)