Δείτε επίσης: επιστημονάρχης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιστημονάρχης < αρχαία ελληνική ἐπιστημονικός ἐπιστημον- + -άρχης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπιστημονάρχης αρσενικό (θηλυκό ἐπιστημονάρχισσα)

  1. έμπειρος σε κάποια επιστήμη
  2. (χριστιανισμός) επιστημονάρχης, μοναχός που έχει ως διακόνημα να είναι επόπτης των διαφόρων διακονημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία