Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιβεβαιωτικῶς < ἐπιβεβαιωτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐπιβεβαιωτικῶς

  Πηγές επεξεργασία