Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐπείθετο

  • γ' ενικό πρόσωπο οριστικής μεσοπαθητικού παρατατικού του ρήματος πείθω