Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπαιτητάριον < υποκοριστικό του ἐπαίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπαιτητάριον ουδέτερο