Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπαισχύντως < ἑπαίσχυντ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐπαισχύντως

  Πηγές επεξεργασία