Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξομοιωτικῶς < ελληνιστική κοινή ἐξομοιωτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐξομοιωτικῶς

  Πηγές επεξεργασία