Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνεργάζομαι < ἐν- + ἐργάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ἐνεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προκαλώ, δημιουργώ
  2. δουλεύω με μισθό

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία