Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνεργάζομαι < ἐν- + ἐργάζομαι

ἐνεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προκαλώ, δημιουργώ
  2. δουλεύω με μισθό