ἐναγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐναγής -ής -ές
- ένοχος για ανόσια πράξη, μιασμένος
Σημειώσεις
επεξεργασίαΟι ικέτες που προσέφευγαν σε ναό για προστασία και ασφάλεια προστατεύονταν από τον Ικέσιο Δία και την Ικεσία Θέμιδα και η σύλληψη ικέτη μέσα σε ναό θεωρούνταν άγος και όσοι τη διέπρατταν καλούνταν εναγείς γιατί μετά το Κυλώνειο Άγος επακολούθησε επιδημία που απέδωσαν οι Αθηναίοι στην έλλειψη σεβασμού προς τους θεούς που εξοργίστηκαν.