Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμπιστεύω < ἐν + πιστεύω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐμπιστεύω

  • εμπιστεύομαι