ἐλαπρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐλαπρός < ἐλαφρός
Επίθετο
επεξεργασίαἐλαπρός
- ελαφρύς (βαρβαρισμός του ἐλαφρός στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη [1])
- ὡς ἐλαπρός, ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κῴδιο
- σαν ελαφρός, σαν τον ψύλλο στην προβιά
- (Θεσμοφοριάζουσαι, 1180, Αριστοφάνης)