Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκδάσωσις: → δείτε τη λέξη εκδάσωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκδάσωσις θηλυκό