Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἄβος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
Ἄβος αρσενικό ενικός
  • αρχαία ονομασία βουνού στη μεγάλη Αρμενία που αναφέρουν ο Πτολεμαίος και ο Στράβων