Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀχιλλόδωρος < Ἀχιλλ(εύς) + -ό- + -δωρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀχιλλόδωρος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία