Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀνάληψις < ἀνάληψις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀνάληψις θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (χριστιανισμός, τοπωνύμιο) η Ανάληψη